μυριστική

μυριστική
η
βοτ. γένος αειθαλών φυτών τών τροπικών χωρών, τής οικογένειας τών μυριστικιδών, από ένα είδος τού οποίου παράγεται το μοσχοκάρυδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myristica < μυριστική, θηλ. τού μυριστικός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • mirística — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta arbórea de origen indio, de tronco recto y corteza negruzca, copa espesa, hojas enteras de color verde oscuro y fruto amarillento en baya globosa, cuya semilla es la nuez moscada. (Myristica fragans.) * * *… …   Enciclopedia Universal

  • μοσχοβούτυρο — το λιπαρά ύλη με βουτυρώδη σύσταση που λαμβάνεται από τα σπέρματα τού φυτού μυριστική, δηλ. τού μοσχοκάρυδου, αλλ. μοσχοκαρυέλαιο …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκαρυδιά — και μοσκοκαρυδιά και μοσχοκαρύα, η βοτ. κοινή ονομασία τού δένδρου Μyristica fragrans τού γένους μυριστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυδο. Ο τ. μοσχοκαρύα < μοσχοκάρυον] …   Dictionary of Greek

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

  • mirística — (Del gr. μυριστική, t. f. de κός, oloroso). f. Bot. Árbol de la India, de la familia de las Miristicáceas, que crece hasta diez metros de altura, con tronco recto, de corteza negruzca y copa espesa y redondeada, hojas alternas, lanceoladas,… …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”